Το Fish and Chips και γενικότερα η ζήτηση Αγγλικής κουζίνας μεταβάλλεται σε έναν γευστικό εξαναγκασμό που λαμβάνει χώρα τα τελευταία χρόνια και γιγαντώνεται με τον καιρό.
O τουρισμός κάτω από ιδανικές συνθήκες, είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης νέων γεύσεων, χρωμάτων, ήχων και πολιτισμών. Στην πράξη, όμως, για έναν σημαντικό αριθμό Βρετανών τουριστών, το απόλυτο ταξιδιωτικό σοκ δεν είναι η ξαφνική επαφή με τους 40 βαθμούς Κελσίου τον Ιούλιο, αλλά να έρχονται στον μπουφέ του ξενοδοχείου και να μην βλέπουν πουθενά baked beans στο πρωινό, Mac ‘N’ Cheese ή Shepherd’s pie στα άλλα γεύματα.
Φθάνουν με τις βαλίτσες και… το μενού από το σπίτι
Δεν είναι λίγες οι φορές που ξενοδόχοι, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ισπανία και την Πορτογαλία έχουν ακούσει το φοβερό: “Συγγνώμη, αλλά δεν έχετε τίποτα να φάμε; Όλα αυτά είναι… ξένα!”
Ο λόγος; Το μενού δεν περιλάμβανε, μπιφτέκι με τηγανιτές πατάτες, ή έστω πουρέ, κοτομπουκιές, ψαροκροκέτες κλπ. Για πολλούς Βρετανούς ταξιδιώτες, οι διακοπές ξεκινούν μόνο όταν δουν αυγά με λουκάνικα στο πρωινό. Αν δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη σάλτσα, τότε το δράμα ξεκινά.
Ήρθα διακοπές, όχι να πάθω πολιτισμικό σοκ!”
Η αντίδραση αυτή δεν είναι γαστρονομική γκρίνια – είναι μια μορφή… πολιτισμικής αυτοάμυνας. Άλλωστε, γιατί να δοκιμάσει κανείς κριθαρότο θαλασσινών, μουσακά ή γεμιστά, όταν μπορεί να απολαύσει αυθεντικό burger όπως στο σπίτι του; Γιατί να μπλέκεται κανείς με περίεργα τοπικά φαγητά με άγνωστα υλικά, όταν υπάρχει η ασφάλεια του “σάντουιτς με ζαμπόν και βούτυρο”;
Κάπως έτσι, τα all-inclusive ξενοδοχεία σπεύδουν να προσαρμοστούν. Σε περιοχές όπου κυριαρχεί το βρετανικό τουριστικό ρεύμα, ο μπουφες του πρωινού, θυμίζει περισσότερο μια pub στο Μάντσεστερ παρά ξενοδοχείο στη Ρόδο. Ενίοτε, πιο εύκολα βρίσκεις Yorkshire pudding στην Κέρκυρα απ’ ό,τι στην Κορνουάλη.
Τα θεματικά a la Carte τρέμουν την κριτική
Η Ελληνική γαστρονομία παρακολουθεί με τρόμο. Το αρνάκι αρωματισμένο με μελισσόχορτο, το γεμιστό καλαμάρι ενίοτε σνομπάρονται από κάποιους οι οποίοι αφού κοιτάξουν το μενού, απεμπολούν το δικαίωμα τους να φάνε στα a la carte εστιατόρια του ξενοδοχείου και σηκώνονται χωρίς να πουν τίποτα, για να πάνε να φάνε από το μπουφέ του κεντρικού εστιατορίου. Οι μάγειρες στα μικρά εστιατόρια γύρω από τα ξενοδοχεία, κάποιες φορές αναγκάζονται να μαγειρεύουν με πολύ λίγη φαντασία και πολύ ketchup, απλώς για να αποφύγουν ένα review με τίτλο: “Δεν είχε τίποτα να φάμε – μόνο κάτι ελληνικά!”
Τουρισμός ή παράρτημα της Μεγάλης Βρετανίας;
Φυσικά, δεν είναι έτσι όλοι οι Βρετανοί. Πολλοί είναι πρόθυμοι να δοκιμάσουν τα τοπικά φαγητά. Όμως για μια σημαντική μερίδα, οι διακοπές δεν είναι μια περιπέτεια· είναι η εκδοχή της πατρίδας τους με ήλιο. Και καλό θα ήταν να έχει και μια αγγλική μπύρα στο μπαρ.
Η επιμονή στο αγγλικό φαγητό στο εξωτερικό ίσως δεν είναι παρά ένας τρόπος να κρατήσουμε ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μας σε έναν κόσμο γεμάτο… ελιές, μελιτζάνες και “ύποπτα τυριά”. αναφέρει ένας Βρετανός τουρίστας.
Είναι ο τρόπος του Βρετανού να πει: «Εντάξει, ήρθα σε ένα all inclusive ξενοδοχείο για τον ήλιο, τη θάλασσα και απεριόριστο φτηνό αλκοόλ — αλλά αφήστε με τουλάχιστον να φάω όπως εγώ ξέρω». Σε τελική ανάλυση, πίσω από κάθε παραγγελία για fish and chips σε ένα ελληνικό νησί, ίσως κρύβεται η αγωνία της ανθρωπότητας μπροστά στο άγνωστο. Ή απλά η επιβολή θεσμών αποικιακού χαρακτήρα.
Αν συνεχιστεί έτσι, όμως, διατρέχουμε τον κίνδυνο να μετατρέψουμε τους πιο γραφικούς προορισμούς της Ελλάδας σε θεματικά πάρκα βρετανικής κουλτούρας με ήλιο.
Ο τουρισμός, ωστόσο, θα έπρεπε να είναι ευκαιρία για εξερεύνηση, για γαστρονομική περιπέτεια, για το είδος της έκπληξης που δεν σε σκοτώνει αλλά σε κάνει να πεις “α, δεν ήξερα ότι μου αρέσει αυτό!“. Αν ο στόχος των διακοπών είναι να φάμε, να πιούμε και να περάσουμε καλά, τότε ίσως η εμπειρία να γίνεται ακόμα πιο απολαυστική όταν αφήνει κανείς το μπιφτέκι με τσένταρ στην άκρη και δοκιμάζει λίγο κατσικίσιο τυρί, ένα σουτζουκάκι, ή – γιατί όχι – κάτι που δεν ξέρει πώς προφέρεται.
Γιατί στο τέλος της ημέρας, αν θέλεις να φας ακριβώς όπως στο σπίτι… ίσως να έπρεπε να είχες μείνει σπίτι.