Οι δημόσιες σχέσεις ως επάγγελμα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως τομέας γυναικοκρατούμενος, καθότι 7 στους 10 απασχολούμενους του χώρου είναι γένους θηλυκού.
Οι Δημόσιες Σχέσεις είναι ένα φαινόμενο που πολλοί πιστεύουν ότι ξεκίνησε τον εικοστό
αιώνα, αλλά οι ρίζες του βρίσκονται στα αρχαία χρόνια, χωρίς όμως να μοιάζει με τη
σημερινή του μορφή.
Παρατηρούμε στους αρχαίους λαούς των Βαβυλωνίων, Ασσυρίων, Αιγυπτίων, κλπ., τους
ηγέτες τους μέσα στα πλαίσια των τυραννικών των καθεστώτων, να επιζητούν την “εύνοια”
των υπηκόων τους, της “Κοινής Γνώμης” όπως θα λέγαμε σήμερα. Για να κερδίσουν αυτή
την εύνοια προσπαθούν να περιβάλλουν τον εαυτό τους με μεγαλείο και θρύλο,
οργανώνοντας επιβλητικές, γεμάτες χλιδή τελετές για να ευχαριστήσουν τους υπηκόους
τους.
Αυτή η αναλογία αντρών και γυναικών, ίσως να οφείλεται στην τηλεόραση και συγκεκριμένα σε σειρές όπως το «Sex and the City» (εμβληματικός ήταν ο ρόλος της Samantha Jones, η οποία αποτέλεσε το πρότυπο για πολλές γυναίκες), όπου τις Δημόσιες Σχέσεις -που παρουσιάζονται ως ένα επάγγελμα με κύρος, δυνατότητες ανέλιξης και πολύ καλές αμοιβές- ασκούν εκπρόσωποι του ασθενούς φίλου.
Ίσως, πάλι, η επικράτηση του ασθενούς φίλου να πιστώνεται στην Ελάινορ Ρούσβελτ, Πρώτη Κυρία της Αμερικής τις δεκαετίες ’30 και ’40, η οποία διοργάνωνε κάθε εβδομάδα συνεντεύξεις Τύπου όπου μπορούσαν να παραστούν μόνο γυναίκες δημοσιογράφοι, αναγκάζοντας έτσι τις εταιρείες ειδήσεων να προσλάβουν τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους, αρκετές από τις οποίες αργότερα εργάστηκαν ως στελέχη Δημοσίων Σχέσεων.
Δημόσιες Σχέσεις είναι η λειτουργία επικοινωνίας μεταξύ ενός υποκειμένου δημοσίων σχέσεων (ατόμου, ομάδας) και του κοινού, για τη δημιουργία και διατήρηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης
Σύμφωνα πάντως με μια έρευνα, οι γυναίκες «κλίνουν» προς αυτό το επάγγελμα καθώς, σε αντίθεση με τους άνδρες, χειρίζονται καλύτερα την επικοινωνία, είναι πιο οργανωτικές και ομαδικές, δίνουν έμφαση στη λεπτομέρεια, βλέπουν τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και τέλος, έχουν περισσότερη φαντασία, ενσυναίσθηση (η ικανότητα να μπαίνεις στη θέση του άλλου) και διαίσθηση.