Αψέντι και Τεκίλα. Δύο αποστάγματα που τα συνοδεύουν τόσοι μύθοι, τόσες δοξασίες. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, ας μιλήσουμε για το αψέντι. Ένα ελιξίριο που από την αρχή της γέννησης του μόνο και μόνο το όνομα του δημιούργησε αποστροφή αφού η αρχαιοελληνική του ρίζα “αψίνθιον” σημαίνει αυτό που δεν πίνεται.
Φυσικά όμως πίνεται, αυτοί που το ανακαλύψαν πρώτοι είναι οι Έλληνες και την σκυτάλη πήραν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι που τελειοποίησαν την συνταγή. Η τότε συνταγή πλησιάζει την σύγχρονη απόδοση της από τον Dr Pierre Ordinaire που το 1792 στη Val de Traver της Ελβετίας που δημιούργησε ένα υψηλής περιεκτικότητας αλκοολούχο απόσταγμα από γλυκάνισο, μάραθο και φυσικά από αψιθιά.
Η αλήθεια του γιατρού αυτού που έλεγε ότι θεραπεύει πάσα νόσο απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα αφού στην καλύτερη περίπτωση σήμερα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι χρησιμεύει στην πρόληψη της ελονοσίας.
Ο σκεπτικισμός εντάθηκε όταν άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων όπως ο Vincent van Gogh και ο Oscar Wilde μίλαγαν κολακευτικά για τις δήθεν παραισθησιογόνες ιδιότητες που έχει το αψέντι. Οι δοξασίες της πράσινης νεράιδας όπως την αποκαλούσε ο Ordinaire εντάθηκαν το 1906 που το Βέλγιο απαγόρευσε την κατανάλωση του και γιγαντώθηκε το 1908 στην Ελβετία που με την μορφή δημοψηφίσματος έγινε και με την βούλα παράνομη η παραγωγή του.
Μέχρι το 1915 την ετικέτα του «μη νόμιμου» την αποδέχθηκαν κι άλλες χώρες της Ευρώπης αλλά και οι Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής. Η γοητεία της πράσινης νεράιδας βαθμιαία άρχισε και έσβηνε με αποκορύφωμα το 1960 που έπαυσε τελείως η παραγωγή της. Ένα γεγονός που συντέλεσε στην αποδοχή των υποτιθέμενων ψυχοδραστικών ιδιοτήτων που έχει το αψέντι.
Η αρχή του τέλους της δυσφήμησης του πράσινου ποτού ξεκίνησε όταν στην δεκαετία του 1990 άρχισαν να εισάγονται στην βρετανική αγορά, τσέχικα αποστάγματα από αψέντι. Οι δοξασίες επέστρεψαν όταν ξεκίνησαν οι συζητήσεις για την υπέρβαση της περιεκτικότητας του σε μεγάλες ποσότητες σε αλκοόλ.
Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η αυστηρή νομοθέτηση που οριοθετεί ότι αιθυλική αλκοόλη πρέπει να κυμαίνεται από 45 μέχρι 74% .
Η συνέχεια της αμφισβήτησης ήρθε όταν στην παραδοσιακή παρασκευή της νεράιδας (νερό, μαύρη ζάχαρη) προστέθηκε στην σύγχρονη εκδοχή της, το άναμμα του κύβου της ζάχαρης. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν σε πολλές περιπτώσεις η δημιουργία φωτιάς λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ αλλά και της πλήρους απελευθέρωσης όλων των ουσιών που έχει το αψέντι, όπως γλυκάνισο και μάραθο όπου για πολλούς συνωμοσιολόγους είναι σήμα κατατεθέν αφροδισιακών ή παραισθησιογόνων ιδιοτήτων.

Η Αρτεμισία, το αψίνθιο, σαν ποτό μπορεί να είναι συνάμα δυνατό και ρωμαλέο αλλά έρχεται μαζί με πολλά ψέματα αλλά και μία αλήθεια, που δεν είναι άλλη από την θυϊόνη.
Η θυϊόνη είναι πρώτη ύλη του αιθέριου ελαίου της αψιθιάς που είναι μία νευροτοξίνη, που μόνο σε μεγάλες δόσεις προκαλεί σπασμούς που οδηγούν σε επιληπτικές κρίσεις. Για αυτό θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ανώτερο όριο αυτής της ουσίας, με αποτέλεσμα την μηδενική επικινδυνότητα του.
Ένα ακόμα απόσταγμα που η φήμη του ακολουθείται από μυθεύματα δεν είναι άλλη από την γνωστή μας κεντροαμερικάνα κυρία την Τεκίλα. Το μοναδικό αυτό προϊόν οφείλεται στην απόσταξη της μπλε αγαύης που ξεκίνησε στα μέσα του 17 αιώνα στο Μεξικό.
Ο πρώτος μύθος αφορά το διάσημο πλέον σκουλήκι. Κάποιοι παραγωγοί χρησιμοποίησαν ένα σκουλήκι ονόματι gusano πετώντας το μέσα στο μπουκάλι επίτηδες μόνο και μόνο για να τραβήξουν την προσοχή του κοινού. Αυτό το υποτυπώδες αλλά και επιτυχημένο marketing όπως αποδείχθηκε, γέννησε ένα τόσο ισχυρό μύθευμα, που οδήγησε ορισμένους να καταναλώνουν τεκίλα τρώγοντας σκουλήκια.
Ο δεύτερος μύθος που κυκλοφορεί είναι ότι η μπλε αγαύη είναι κάκτος. Η αγαύη δεν είναι κάκτος αν και μοιάζει. ‘Εχει έναν εντελώς διαφορετικό κύκλο ζωής με αποτέλεσμα να κατατάσσεται σαν διαφορετικό είδος φυτού. Μάλιστα από τα 136 είδη αγαύης μόνο η μπλε ή αλλιώς τεκιλιάνα μπορεί να μας δώσει αυτό το απόσταγμα.
Οι αλήθειες και τα ψέματα πρέπει να σταματάνε όταν δύο από τα πιο ιδιαίτερα αποστάγματα μπαίνουν στο ποτήρι μας. Με λίγα λόγια όταν «η απόλαυση έρχεται οι μύθοι πρέπει να φεύγουν».