Η συστηματική κάλυψη των vegetarian και vegan επισκεπτών αποτελεί σήμερα δείκτη λειτουργικής αρτιότητας, εμπορικής ευκαιρίας και βιωσιμότητας για μια ξενοδοχειακή
μονάδα.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά τουριστικής ζήτησης, με έντονη παρουσία από το Ηνωμένο Βασίλειο και με αυξανόμενη ροή επισκεπτών από την Ινδία. Για τον σύγχρονο F&B Manager, οι φυτικές επιλογές δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως άλλη μία «ειδική περίπτωση», αλλά ως βασικό συστατικό της εμπειρίας φιλοξενίας και της στρατηγικής αύξησης εσόδων.
Ο χορτοφάγος αποκλείει από τη διατροφή του το κρέας, τα πουλερικά, τα θαλασσινά και τα παράγωγά τους.
Στις σάλες των εστιατορίων συναντάμε δύο βασικές κατηγορίες:
- Lacto-ovo vegetarian, που καταναλώνει γαλακτοκομικά και αυγά.
- Lacto-vegetarian, που καταναλώνει γαλακτοκομικά αλλά όχι αυγά.
Ο αυστηρά χορτοφάγος (vegan) αποκλείει κάθε ζωική πρώτη ύλη, συμπεριλαμβανομένων γαλακτοκομικών, αυγών, μελιού και ζελατίνης.
Σημαντικό είναι επίσης ότι και οι περισσότεροι vegetarians αποφεύγουν τη ζελατίνη, καθώς προέρχεται από ζωικούς ιστούς. Η σωστή σήμανση στον μπουφέ και η πρόληψη διασταυρούμενων επιμολύνσεων αποτελούν κρίσιμες παραμέτρους που προστατεύουν τον επισκέπτη και μπορούν να αναβαθμίσουν τη φήμη της μονάδας.
Στην αγγλική αγορά, περίπου 2–3% των ενηλίκων είναι vegan και 5% vegetarian, ενώ πάνω από το ένα τρίτο αυτοπροσδιορίζεται ως flexitarian.
Αυτό σημαίνει ότι σημαντικό ποσοστό πελατών θα επιλέξει φυτικά πιάτα, ακόμη κι αν δεν είναι αποκλειστικά vegetarian. Στην Ινδία, σχεδόν τέσσερις στους δέκα δηλώνουν vegetarian, κυρίως ινδουιστές.
Για αυτούς, η τροφή συνδέεται με την καθαρότητα και τη μη χρήση βίας. Τα σημαντικότερα ιερά κείμενα του Ινδουισμού, από τις Βέδες (σανσκριτικά: वेद) έως τη Μπαγκαβάτ Γκίτα (σανσκριτικά: भगवद्गीता), αναδεικνύουν την αξία των απλών («σατβικών») τροφών, ενώ η ιερότητα της αγελάδας καθιστά το βοδινό απολύτως απαγορευμένο. Αυτή η πολιτισμική βάση εξηγεί γιατί πολλοί ινδουιστές εκτιμούν «καθαρά» πιάτα, με φρέσκα λαχανικά και γαλακτοκομικά που προάγουν τη διαύγεια του νου και την καλή υγεία.
Η ελληνική κουζίνα διαθέτει πλούσιο γαστρονομικό ρεπερτόριο που ανταποκρίνεται σε αυτές τις ανάγκες: γεμιστά, μπριάμ, όσπρια, ντολμαδάκια, σαλάτες και ποικιλία ριζότων μπορούν να αποδοθούν σε vegan εκδοχές χωρίς να χαθεί η γεύση και η αυθεντικότητα.
Οι vegetarian εκδοχές μπορούν να ενσωματώσουν γιαούρτι, τυρί ή πανίρ, πάντα με την αυστηρή αποφυγή βοδινού. Η ενσωμάτωση αυτών των πιάτων είτε στον μπουφέ είτε à la carte διαφοροποιεί το προϊόν και αυξάνει την ικανοποίηση του πελάτη, ο οποίος αναγνωρίζει
τον σεβασμό στις ανάγκες του. Η επένδυση σε φυτικά πιάτα έχει και οικονομική διάσταση. Στην ελληνική πραγματικότητα, ακόμη και μικρά ποσοστά χορτοφάγων στο σύνολο των επισκεπτών
μεταφράζονται σε χιλιάδες γεύματα ανά σεζόν.
Έρευνες δείχνουν ότι οι flexitarians ευθύνονται για το 90% της κατανάλωσης φυτικών προϊόντων, γεγονός που σημαίνει πως οι επιλογές αυτές έχουν απήχηση πολύ πέραν της «στενής» ομάδας vegan/vegetarian. Παράλληλα, η μετατόπιση προς περισσότερες φυτικές επιλογές μειώνει το ανθρακικό αποτύπωμα χωρίς να επηρεάζει την ποικιλία ή την ελκυστικότητα του μπουφέ, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το κόκκινο κρέας έχει πολλαπλάσιο περιβαλλοντικό αποτύπωμα σε σχέση με φυτικά τρόφιμα όπως τα όσπρια ή η σόγια. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνεργασία Διαιτολόγου και Σεφ στο plant-based menu engineering είναι καταλυτική και η σχέση τους αμφίδρομη:
O Διαιτολόγος αναλύει το προφίλ των επισκεπτών, μεταφράζει τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες σε πρακτικές οδηγίες και διασφαλίζει την πληρότητα σε θρεπτικά συστατικά. Ο Σεφ, από την άλλη, μετατρέπει
αυτές τις κατευθύνσεις σε δημιουργικά, γευστικά και τεχνικά άρτια πιάτα.
Από κοινού πρέπει να αποφασίζουν τις συνταγές, τα μεγέθη μερίδας και τα SOPs, ώστε να αποφεύγονται
λάθη και παρεξηγήσεις. Με απλά λόγια, ο ένας εγγυάται την ακρίβεια και την ασφάλεια, ενώ ο άλλος την έμπνευση και την εκτέλεση. Η κοινή τους δουλειά αποτυπώνεται στην ικανοποίηση του πελάτη και στην αύξηση του revenue per guest (έσοδα ανά επισκέπτη).
